- οινανθικός
- -ή, -όφρ. α. «οινανθικό οξύ» — οργανική ένωση, κορεσμένο μονοκαρβονικό οξύ, ουσία που είναι διαυγές ελαιώδες εύφλεκτο υγρό με δυσάρεστη οσμή, αλλ. επτανοϊκό οξύβ) «οινανθικός αιθυλεστέρας» — εστέρας τού οινανθικού οξέος με την αιθυλική αλκοόλη, που χρησιμοποιείται για τον αρωματισμό ορισμένων τύπων κονιάκ και για την παρασκευή αιθέριων ελαίων με οσμές φρούτων, αλλ. επτανοϊκός αιθυλεστέρας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oenanthic (acid) < οινάνθη* (πρβλ. και γαλλ. oenanthylique). Ο τ. οινανθικός μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ].
Dictionary of Greek. 2013.